χρωστώ

χρωστώ
devoir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • χρωστώ — χρωστάω / χρωστώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρωστώ — και ασυναίρ. τ. χρωστάω Ν βλ. χρεωστώ …   Dictionary of Greek

  • χρωστώ — βλ. χρεωστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • προσοφλισκάνω — Α 1. χρωστώ επί πλέον, οφείλω κάτι ακόμη («πεντακοσίας δραχμάς... ἃς προσῶφλεν», Δημοσθ.) 2. έχω ένα χρέος, χρωστώ 3. (ως νομ. όρος) χάνω μια δίκη και καταδικάζομαι επί πλέον στην καταβολή προστίμου («εἰς τὸ δεσμωτήριον παραδοθῆναι ὑφ ὑμῶν… …   Dictionary of Greek

  • προσοφείλω — Α 1. οφείλω, χρωστώ σε κάποιον κάτι ακόμη («διακόσια τάλαντα προσοφείλειν», Πλούτ.) 2. υστερώ 3. μτφ. χρωστώ επιπρόσθετη ευγνωμοσύνη για μια ακόμη ευεργεσία ή χάρη που μού έγινε («προσοφείλοντές σοι ἄλλας χάριτας», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • χρεωστώ — χρεωστῶ, έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης νεοελλ. 1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα») 2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» έχει μεγάλο χρέος,… …   Dictionary of Greek

  • αντοφείλω — ἀντοφείλω (Α) χρωστώ χάρη ή ευεργεσία («ὁ δ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.) …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστία — η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία) 1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη 2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία 3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καταχρεώνω — [κατάχρεος] 1. επιβαρύνω κάποιον με πολλά χρέη, τόν χρεώνω βαριά 2. μέσ. καταχρεώνομαι είμαι πνιγμένος στα χρέη, χρωστώ πολλά, είμαι καταχρεωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”